- διεκδικεῖται
- διεκδικέωclaimpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιεκδίκητος — η, ο [διεκδικώ] 1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται 2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος … Dictionary of Greek
αμφήριστος — ἀμφήριστος, ον (Α) (για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ήριστος < ἐρίζω] … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek
επτάπολις — ἑπτάπολις, ὁ, ἡ (Α) 1. (για χώρα), αυτός που περιέχει επτά πόλεις («ὅσσοι δ’ ἑπτάπολιν μεσάτην ἤπειρον ἔχουσιν», Διον. Περ.) 2. (για τον Όμηρο) αυτός που διεκδικείται από επτά πόλεις … Dictionary of Greek
κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek